ὀρνιθοπέδη

ὀρνιθοπέδη
ὀρνῑθο-πέδη, ,
A snare for birds, AP 9.396 (Paul. Sil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ορνιθοπέδη — ὀρνιθοπέδη, ἡ (Μ) παγίδα πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις , ιθος + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο πέδη] …   Dictionary of Greek

  • ὀρνιθοπέδας — ὀρνῑθοπέδᾱς , ὀρνιθοπέδη snare for birds fem acc pl ὀρνῑθοπέδᾱς , ὀρνιθοπέδη snare for birds fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”